- ρίκνωση
- [-ις (-εως)] η1) сморщивание; 2) морщины; морщинистая поверхность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρίκνωση — η / ῥίκνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ῥικνῶ] το αποτέλεσμα τού ρικνώνω, ρυτίδωση, συστολή, ζάρωμα, ρίκνωμα … Dictionary of Greek
ῥικνώσῃ — ῥικνώσηι , ῥίκνωσις shrivelling fem dat sg (epic) ῥικνόομαι grow stiff aor subj mp 2nd sg ῥικνόομαι grow stiff fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίκνωμα — το, Ν [ρικνώνω] ρίκνωση, ζάρωμα, σκέβρωμα, σταφίδιασμα … Dictionary of Greek